- ἐναποκλίνω
- ἐναπο-κλίνω [pron. full] [ῑ],A lay down in,
ἑαυτὸν στιβάδι Philostr.Jun.Im.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτὸν στιβάδι Philostr.Jun.Im.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποκλίνω — ἐναποκλίνω (Α) 1. κλίνω, γέρνω, ακουμπώ πάνω σε κάτι 2. ρέπω, έχω ροπή για κάτι … Dictionary of Greek